νωτοφόρον

νωτοφόρον
νωτοφόρος
masc/fem acc sg
νωτοφόρος
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νωτοφόρος — νωτοφόρος, ον (ΑΜ) αυτός που σηκώνει βάρος στη ράχη του («νωτοφόρος ημίονος», Δίων Κάσσ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ νωτοφόρος ο αχθοφόρος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νωτοφόρον ζώο που χρησιμεύει για μεταφορά φορτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”